Αφορμή για το κείμενο αυτό αποτέλεσε πρόσφατη κοινή δήλωση 100 οικονομολόγων από εννέα ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίοι εισηγούνται τη διαγραφή χρέους ύψους €2,5 τρισεκατομμυρίων (περίπου 25% του συνόλου) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στους οικονομολόγους αυτούς συμπεριλαμβάνονται ο Βέλγος πρώην Υπουργός Πολ Μανιέτ, ο Ούγγρος πρώην Επίτροπος της ΕΕ Αντορ Λάζλο και ο γνωστός Γάλλος σοσιαλιστής οικονομολόγος Τομά Πικετί.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα των 100 οικονομολόγων είναι ότι μια τέτοια απόφαση θα δώσει τη δυνατότητα στις διάφορες χώρες να διαθέσουν πόρους για την έξοδο από την κρίση της πανδημίας και την κοινωνικοοικονομική ανασυγκρότηση. Σε διαφορετική περίπτωση θα απαιτηθούν ψηλότεροι φόροι ή/και περικοπές δαπανών για την αντιμετώπιση του χρέους. Εν ολίγοις, σωστά οι 100 οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι εάν δεν υπάρξει δραστική διαφοροποίηση της υφιστάμενης πολιτικής τα ήδη δύσκολα δεδομένα θα επιβαρυνθούν περαιτέρω μέσω μιας νέας λιτότητας.
Η συμβατική θέση όπως εκφράζεται από την επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ στην εισήγηση των 100 οικονομολόγων είναι ότι μια τέτοια ενέργεια αντίκειται στους κανόνες της Ευρωζώνης. Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι μια τέτοια ενέργεια θα οδηγήσει στην αποδυνάμωση του Ευρώ και στη μείωση της αξιοπιστίας του. Και για τα δύο επιχειρήματα υπάρχουν πειστικές απαντήσεις. Συγκεκριμένα, στο πρώτο επιχείρημα η απάντηση είναι ότι οι κανόνες μπορούν να διαφοροποιηθούν εφ’ όσον μια τέτοια ενέργεια εξυπηρετεί ευρύτερα συμφέροντα όπως, για παράδειγμα, η βιωσιμότητα της Ευρωζώνης. Άλλωστε μια τέτοια ή ανάλογη προσέγγιση ακολουθείται και από άλλες χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Σε σχέση με το δεύτερο επιχείρημα, υπογραμμίζεται ότι η διαιώνιση της πολιτικής αυτής δεν μεγιστοποιεί τις δυνατότητες που υφίστανται και η οικονομική δραστηριότητα θα είναι σε χαμηλότερα επίπεδα.
Υπενθυμίζεται ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση πέραν εκείνης της Τρόικας εθεωρείτο αιρετική. Ωστόσο λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της πανδημίας η Ευρωζώνη προχώρησε με την προσωρινή χαλάρωση των μέτρων δημοσιονομικής πειθαρχίας καθώς και με μια επεκτατική νομισματική πολιτική. Τα μέτρα αυτά εθεωρούντο αδιανόητα στην Ευρωζώνη πριν λίγα χρόνια. Όμως η κρίση την οποία επέφερε η πανδημία κατέστησε αυτή την πολιτική αδήριτη ανάγκη. Οι 100 οικονομολόγοι χαιρέτισαν τη διαφοροποίηση της πολιτικής στην Ευρωζώνη αλλά παράλληλα υπογραμμίζουν ότι πρέπει να πάει ένα ακόμη μεγάλο βήμα παρακάτω: προς τη δραστική μείωση του δημόσιου χρέους διά της μεθόδου του κουρέματος. Η συγκεκριμένη εισήγηση είναι περίπου ισοδύναμη με το τύπωμα νέου χρήματος. Εν ολίγοις κούρεμα χρέους και τύπωμα νέου χρήματος είναι εν πολλοίς οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Και ενώ το θέμα αυτό προβλήθηκε έντονα από τα ΜΜΕ σημαντικών χωρών της Ευρωζώνης στην Κύπρο πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Αυτό είναι θλιβερό και αδιανόητο σε μια χώρα η οποία ακόμη πληρώνει τις συνέπειες από το κούρεμα καταθέσεων πέραν των €8 δισεκατομμυρίων (ποσό που αντιστοιχούσε σχεδόν με το 50% του ΑΕΠ) τον Μάρτιο του 2013. Υπενθυμίζεται επίσης ότι τον Οκτώβριο του 2011 το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου απώλεσε επίσης €4,5 δισεκατομμύρια (25% του ΑΕΠ) ως αποτέλεσμα του κουρέματος του ελληνικού χρέους. Για όλα αυτά τα σοβαρά ζητήματα θα έπρεπε να είμαστε αρκετά ευαίσθητοι και προνοητικοί για να τοποθετούμεθα ανάλογα.
Η Νεοφιλελεύθερη Σχολή Σκέψης όπως εκφράζεται στο Βερολίνο και σε διάφορες χώρες από τους υποστηρικτές της υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει «λεφτόδεντρο». Είχα αμφισβητήσει τη φιλοσοφία αυτή κατ’ επανάληψιν το 2013 και το 2020 στηρίζοντας ανάλογες πολιτικές. Αποτελεί θετική εξέλιξη ότι η φιλοσοφία «και όμως υπάρχει λεφτόδεντρο» η οποία εφαρμόζεται κατά καιρούς στις ΗΠΑ και τη Βρετανία μπορεί να υιοθετηθεί και στην Ευρωζώνη.
Καταλήγοντας τονίζω ότι παρά το μικρό της μέγεθος η Κύπρος θα πρέπει να συμμετέχει στις σημαντικές αυτές συζητήσεις για το μέλλον της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Το Νεοφιλελεύθερο Μοντέλο ΙΙ, το οποίο εκπορευόταν από την Γερμανία της Μέρκελ, έχει καταρρεύσει. Θα πρέπει, λοιπόν, να λάβουμε υπ’ όψιν αυτά τα δεδομένα για να οικοδομήσουμε το δικό μας υπόδειγμα και να καθορίσουμε τη μακροοικονομική μας πολιτική αλλά και τοποθέτηση στην ΕΕ.